οικώς

οικώς
οἰκώς, -υῑα, -ός (Α)
(ιων. τ. τού ἐοικώς) βλ. έοικα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰκώς — ἔοικα as perf part act masc nom/voc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act masc nom/voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴκως — οἴ̱κως , οἶκος house masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”